μαθητόν

μαθητόν
μαθητός
learnt
masc acc sg
μαθητός
learnt
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιστητός — ή, ό (AM ἐπιστητός, ή, όν) [επίσταμαι] το ουδ. ως ουσ. το επιστητό(ν) ό,τι μπορεί να μάθει καλά ο άνθρωπος και να τό υποστηρίξει λογικά («τό ἐπιστητὸν μαθητόν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «επί παντός τού επιστητού» ειρων. για όποιον νομίζει ότι τά ξέρει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”